- ακτολογώ
- ἀκτολογῶ (-έω) (Μ)επευφημώ, ζητωκραυγάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκτα + λέγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκτα — Εκκλησιαστικά κείμενα της Δυτ. Εκκλησίας στα οποία περιγράφονται όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη ζωή, τη δράση και τα μαρτύρια των αγίων. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη acta που σημαίνει πράξεις. Acta Sanctorum (Πράξεις αγίων). Τεράστια… … Dictionary of Greek